- εδεκεί
- επίρρ. вот там, где-то там
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εδεκεί — (Μ ἐδεκεῑ) επίρρ. 1. (για στάση) εκεί, εκεί ακριβώς 2. (για κίνηση) εκεί … Dictionary of Greek